ψαρονέφρι

ψαρονέφρι
το
το κρέας των σφαγίων που βρίσκεται δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης και κοντά στα νεφρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψαρονέφρι — το, Ν η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές τής σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι* (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ επίδραση τού νεφρό] …   Dictionary of Greek

  • ψαρόχοιρο — το, Ν ψαρονέφρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι* (ΙΙ) «ψαρονέφρι» + χοίρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλέτο — το, Ν 1. το κρέας τής νεφρικής χώρας τών σφαγίων, ψαρονέφρι 2. πρόσθετο λεπτό περίγραμμα ενδύματος ή υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filetto, υποκορ. τού filo «νημα»] …   Dictionary of Greek

  • ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • ψόα — η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α (κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι οι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών νεοελλ. 1. κρέας σφαγίου από την… …   Dictionary of Greek

  • φιλέτο — το (λ. ιταλ.) 1. πρόσθετο λεπτό γαρνίρισμα φορέματος. 2. το κρέας σφαχτού από την περιοχή των νεφρών, το ψαρονέφρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”